αγγειακός

αγγειακός
-ή, -ό
ο σχετικός με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + παραγ. κατάλ. -ακός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… …   Dictionary of Greek

  • καρδιαγγειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία (α. «καρδιαγγειακό σύστημα» β. «καρδιαγγειακές παθήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cardiovascular <… …   Dictionary of Greek

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”